- γυμνασιαρχικός
- -ή, -ό (Α γυμνασιαρχικός, -ή, -όν)ο σχετικός με τον γυμνασιάρχη ή τον γυμνασίαρχο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυμνασιαρχικῶν — γυμνασιαρχικός of fem gen pl γυμνασιαρχικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασιαρχικήν — γυμνασιαρχικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνασιαρχικῷ — γυμνασιαρχικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)